παραβοηθείας

παραβοηθείας
παραβοηθείᾱς , παραβοήθεια
aid
fem acc pl
παραβοηθείᾱς , παραβοήθεια
aid
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επιτηδειότητα — η (AM ἐπιτηδειότης, Μ και ἐπιτηδειότητα) [επιτήδειος] ικανότητα, επιδεξιότητα, χρησιμότητα («είς δύναμιν εἴη πλήθει καὶ ἐπιτηδειότητι πρὸς ἑκάστας τὰς τῶν ἔργων παραβοηθείας», Πλάτ.) νεοελλ. 1. καταλληλότητα, αρμοδιότητα 2. εξυπνάδα, καπατσοσύνη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”